- βαρυτέρα
- βαρυτέρᾱ , βαρύςheavy in weightfem nom/voc/acc dualβαρυτέρᾱ , βαρύςheavy in weightfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαρυτέρᾳ — βαρυτέρᾱͅ , βαρύς heavy in weight fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρύτερα — βαρύς heavy in weight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτέρας — βαρυτέρᾱς , βαρύς heavy in weight fem acc pl βαρυτέρᾱς , βαρύς heavy in weight fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυτέραν — βαρυτέρᾱν , βαρύς heavy in weight fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
νουκλεοσύνθεση — (Αστρον.). Η δημιουργία των διάφορων στοιχείων με πυρηνικές αντιδράσεις. Οι κοσμικές αφθονίες των στοιχείων που έχουν μετρηθεί μπορούν να ερμηνευτούν με βάση τις πυρηνικές τους ιδιότητες και την κατάσταση του περιβάλλοντος (θερμοκρασία, πυκνότητα … Dictionary of Greek
πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… … Dictionary of Greek
Comma Johanneum — The Comma Johanneum is a comma (a short clause) in the First Epistle of John (1 John 5:7–8) according to the Latin Vulgate text as transmitted since the Early Middle Ages, based on Vetus Latina minority readings dating to the 7th… … Wikipedia
отѧжити — ОТѦЖ|ИТИ (3*), ОУ, ИТЬ гл. 1. Отяжелить. Образн.: ѹшеса ваша отѧжисте не слышати. (ἐβορυναν) МПр XIV2, 18. 2. Отяготить, обременить. Перен.: пь˫аньствомь и шюмьмь [так!] ѡтѧживъ ср҃дце. (βαρήσας) ПНЧ 1296, 172 об.; … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)